όπιο

όπιο
Παχύρρευστος χυμός, που λαβαίνεται με εντομή στα τοιχώματα της άγουρης κάψας της Μήκωνος της υπνοφόρουο (Papaver somniferum, ποικιλία album), λευκής παπαρούνας ιθαγενούς των χωρών της Ανατολής. Ο χυμός πήζει μόνος του μεταβαλλόμενος σε πάστα και παίρνει ένα σκούρο χρώμα. Αυτό είναι το ακατέργαστο ό., που δεν χρησιμοποιείται στην ιατρική εξαιτίας της αστάθειας των συστατικών του· το ό. της φαρμακοποιίας είναι μια σκόνη που λαβαίνεται από το ακατέργαστο ό. και περιέχει 7-17% μορφίνη, η οποία μαζί με την κωδεΐνη και την παπαβερίνη είναι το πιο σημαντικό από τα αλκαλοειδή του ό. Το ό. είναι από τις πλέον χρησιμοποιούμενες δρόγες στον κόσμο, ιδιαίτερα στην Ανατολή, όπου, ύστερα από κατάλληλη επεξεργασία, το καπνίζουν ή το μασούν. Τα αποτελέσματα του επί του οργανισμού αντιστοιχούν περίπου με εκείνα της μορφίνης. Πόλεμος του ο. Ονομάζεται έτσι ο πόλεμος (1840-42) που ξέσπασε μεταξύ της Κίνας και της Μεγάλης Βρετανίας έπειτα από σύγκρουση των Άγγλων εμπόρων με την κινεζική κυβέρνηση για το ζήτημα της εισαγωγής ο. στην Κίνα, που απαγορευόταν αυστηρά από παλιά. Στην Καντόνα, τη μοναδική πόλη της αυτοκρατορίας που ήταν ανοιχτή στις εμπορικές ανταλλαγές με τη Δύση, η κινέζικη αστυνομία ανακάλυψε μεγάλη ποσότητα ο. αποθηκευμένη από τους Άγγλους και κατάστρεψε πάνω από 20.000 κάσες. Ο αγγλικός στόλος πήρε τότε διαταγή να επέμβει και συνέτριψε εύκολα την αδύνατη κινέζικη αντίσταση. Με τη λεγόμενη ειρήνη του Νανκίν (1842), με την οποία τερματίστηκαν οι επιχειρήσεις, οι Άγγλοι επέβαλαν σκληρότατους όρους: η Κίνα υποχρεωνόταν να παραχωρήσει στη Μεγάλη Βρετανία το Χονγκ Κονγκ και να ανοίξει επισήμως και άλλα λιμάνια, μεταξύ των οποίων και της Σανγκάης. Αλλά η άρνηση των Κινέζων να επιτρέψουν την ελεύθερη εισαγωγή του ο. προκάλεσε, δέκα χρόνια αργότερα, νέο πόλεμο (αυτή τη φορά με τους Άγγλους ενώθηκαν και οι Γάλλοι) που ανάγκασε την Ουράνια Αυτοκρατορία να ανοίξει πάλι τα λιμάνια της στο δυτικό εμπόριο και να επιτρέψει την πώληση και την καλλιέργεια του ο. Αυτές οι πρώτες αγγλοσαξονικές ενέργειες καταναγκασμού (τις οποίες ακολούθησαν και άλλες) βρίσκονται στη βάση της διάχυτης εχθρότητας των Κινέζων εναντίον της Δύσης και προκάλεσαν το ξέσπασμα μεγάλων κινημάτων εναντίον των ξένων. Το όπιο βγαίνει με τη μορφή παχύρρευστου υγρού από εντομές στα τοιχώματα της άγουρης κάψας της μήκωνος της υπνοφόρου. Παραγωγή οπίου στην Ταιλάνδη (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το (Α ὄπιον) [οπός]
γαλακτώδης χυμός που λαμβάνεται από τους άγουρους καρπούς τής παπαρούνας Μήκων η υπνοφόρος και έχει ναρκωτικές ιδιότητες, κοινώς αφιόνι
νεοελλ.
1. (φαρμ.) το αποξηραμένο προϊόν τού χυμού αυτού υπό μορφή βώλων, πλακών, πλίνθων ή σκόνης, από το οποίο με κατάλληλη κατεργασία εξάγονται κεκαθαρμένα αλκαλοειδή και παράγωγα, που έχουν διάφορες εφαρμογές στην ιατρική αλλά που, ταυτόχρονα, όπως και το ακατέργαστο προϊόν, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μη ιατρικούς σκοπούς, αποτελώντας ένα από τα κυριότερα στοιχεία τής μάστιγας τών ναρκωτικών και τής τοξικομανίας
2. φρ. «πόλεμοι τού οπίου» — δύο πόλεμοι στα μέσα τού 19ου αιώνα με τους οποίους τα δυτικά κράτη και κυρίως η Βρετανία και η Γαλλία, με αφορμή τη διακίνηση τού οπίου, απέκτησαν εμπορικά προνόμια στην Κίνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • όπιο — το το αποξεραμένο γάλα από την κάψα της υπνοφόρας παπαρούνας που έχει ναρκωτικές ιδιότητες, αλλ. αφιόνι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οπιούχος — α, ο 1. αυτός που περιέχει όπιο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οπιούχα φαρμακευτικά σκευάσματα που περιέχουν όπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < όπιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο περιοδικό Φοίδος] …   Dictionary of Greek

  • Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… …   Dictionary of Greek

  • αφιόνι — το (Μ ἀφιόνιον) 1. κοινή ονομ. του είδους Papaver somniferum (παπαρούνα από την οποία παράγεται το όπιο) 2. Το όπιο νεοελλ. κάθε τι που φανατίζει ή κάνει τον άνθρωπο να μη μπορεί να κρίνει ελεύθερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. afyon < (αρχ. μτγν.)… …   Dictionary of Greek

  • θεριακλής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Κυριάκος. Ναυμάχος από την Κωνσταντινούπολη. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις και τραυματίστηκε κοντά στην Άνδρο. Διετέλεσε γραμματέας ρωσικού σκάφους κατά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827). Μετά την απελευθέρωση… …   Dictionary of Greek

  • κωδεΐνη — Αλκαλοειδές με χημικό τύπο C18H21O3N, το οποίο είναι ένα από τα δραστικά συστατικά που συναντάται στο όπιο σε μεταβλητές αναλογίες (0,7 2,5%), ενώ είναι συγγενές προς τη μορφίνη. Ονομάζεται και μεθυλομορφίνη. Μπορεί να απομονωθεί από το όπιο,… …   Dictionary of Greek

  • λάβδανο — Οπιούχο παρασκεύασμα που πιθανότατα χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα· ονομάζεται και κροκούχο βάμμα του οπίου. Αποτελείται από αλκοόλη 60°, νερό, κρόκο (ζαφορά), κανέλα και όπιο. Εξαιτίας των αντισπαστικών του ιδιοτήτων χρησιμοποιείται σε… …   Dictionary of Greek

  • οπιακός — ή, ό [όπιο] αυτός που αναφέρεται στο όπιο («οπιακή θεραπεία») …   Dictionary of Greek

  • οπιομανής — ές τοξικομανής που έχει εθιστεί στο όπιο και στα διάφορα παράγωγά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < όπιο + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. μορφινο μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • οπιοφάγος — ο αυτός που έχει τη συνήθεια να παίρνει όπιο εσωτερικώς ως ναρκωτικό, οπιομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < όπιο + φαγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”